- γύλος
- (julis). Γένος τελεοστέων ψαριών της οικογένειας των λαβριδών. Το σώμα τους είναι μακρουλό, πεπιεσμένο στις πλευρές και καλύπτεται από λέπια μεσαίου μεγέθους. Το κεφάλι είναι γυμνό, αρκετά ισχυρό, το στόμα μικρό και έχει χοντρά σαγόνια εφοδιασμένα με ισχυρά δόντια. Τα χρώματα των γ. είναι ποικίλα και αρμονικά. Ζουν στη Μεσόγειο, κατά μήκος των ακτών, αλλά υπάρχουν και είδη πελαγικά. Από τους παράκτιους γ. είναι γνωστοί στην Ελλάδα ο γ. ο κοινός και ο γ. ο τζιοφρίδιος,ψάρια χωρίς εμπορική αξία.
* * *ο1. ονομασία τού τελεόστεου ψαριού Κόρις η ιουλίς2. αλιευτικό εργαλείο, ομοίωμα γύλου με κρυμμένο αγκίστρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. *γύλος, τού οποίου την ύπαρξη πιστοποιεί το αρχ. υποκορ. γυλίσκος, που μαρτυρείται στον Ησύχιο].
Dictionary of Greek. 2013.